ινσουλίνη

ινσουλίνη
Αντιδιαβητική ορμόνη που παράγεται στο πάγκρεας από τα β-κύτταρα των νησίδων του Λάνγκερχανς. Πρόκειται για ένα μικρό πρωτεϊνικό μόριο, που αποτελείται από δύο πολυπεπτιδικές αλυσίδες (Α και Β), συνδεόμενες μεταξύ τους με γέφυρες θείου. Και οι δύο αλυσίδες προέρχονται από ένα μόνο πρωτεϊνικό μόριο, την προ-ινσουλίνη, από την οποία αποκόπτεται ενζυμικά ένα ενδιάμεσο τμήμα, το πεπτίδιο C, προκειμένου να σχηματιστεί το τελικό ενεργό μόριο της ινσουλίνης. Η ακριβής δομή της ι. είναι γνωστή και έτσι καθίσταται δυνατή η συνθετική παρασκευή της. Η ι. του εμπορίου εξάγεται κυρίως από το πάγκρεας του μόσχου, στο οποίο περιέχεται άφθονη. Η ορμόνη επηρεάζει κυρίως τον μεταβολισμό των υδατανθράκων, επιταχύνοντας την πρόσληψη και την αποθήκευση της γλυκόζης από τα κύτταρα· η ανεπάρκειά της προκαλεί τις μεταβολικές αλλοιώσεις και τις κλινικές εκδηλώσεις που χαρακτηρίζουν τον σακχαρώδη διαβήτη. Το αποτέλεσμα της χορήγησης ι. είναι η ελάττωση της περιεκτικότητας του αίματος σε γλυκόζη· αν φτάσει κάτω από ορισμένα επίπεδα, προκαλείται το υπογλυκαιμικό σύνδρομο: τρόμος, εφίδρωση, αίσθημα πείνας, απώλεια προσανατολισμού, άγχος, τονικοκλωνικοί σπασμοί και ενδεχομένως κώμα. Η ι., εκτός από τη θεραπεία του διαβήτη, χρησιμοποιείται και σε ένα είδος θεραπείας σοκ. Σπανιότερα χρησιμοποιείται για περιπτώσεις ισχνότητας και ηπατοπαθειών.
* * *
η
(βιοχ.) παγκρεατική ορμόνη που υπεισέρχεται στον μεταβολισμό τών γλυκιδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. insulin < λατ. insula «νησί»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ινσουλίνη — η (φαρμ.), ορμόνη που εκκρίνεται από το πάγκρεας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • ορμόνες — Ουσίες που επεξεργάζεται ο ζωικός οργανισμός και οι οποίες όταν εισέρχονται στην αιματική κυκλοφορία μεταφέρονται στα διάφορα όργανα για να διεγείρουν τη λειτουργία τους· οι ο. προορίζονται πράγματι για να ρυθμίζουν την ισορροπία μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

  • γλυκαιμία — Όρος που περιγράφει την αύξηση του ποσού του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα. Φυσιολογικά το ποσό αυτό της γλυκόζης σε νηστικό άτομο το πρωί κυμαίνεται από 80 έως 120 mg ανά 100 ml αίματος· ύστερα από γεύμα και μάλιστα πλούσιο σε σάκχαρο μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • ινσουλινάση — η (βιοχ.) ένζυμο το οποίο καταλύει την υδρόλυση τής ινσουλίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. insulinase < insuline «ινσουλίνη» + κατάλ. ase] …   Dictionary of Greek

  • λιποατροφικός — ή, ό φρ. «λιποατροφικός διαβήτης» ιατρ. άγνωστης αιτιολογίας σύνδρομο σακχαρώδους διαβήτη ανθεκτικού στην ινσουλίνη με γενική ατροφία τού υποδόριου λίπους και με τάση για ηπατική κίρρωση, αλλ. σύνδρομο Λώρενς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • νησίδιο — το (Α νησίδιον) [νήσος] (υποκορ. τού νήσος) νησίδα, νησάκι νεοελλ. 1. μεγάλος βράχος που εξέχει από την επιφάνεια τής θάλασσας 2. ανατ. σωμάτιο ή σύνολο κυττάρων με ειδική λειτουργία μέσα στον οργανισμό 3. φρ. «νησίδια τού Λάνγκερχανς» (ανατ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”